ανθομολογούμαι

ανθομολογούμαι
ἀνθομολογοῡμαι, (-έομαι) (Α)
1. κάνω με κάποιον αμοιβαία συμφωνία
2. παραδέχομαι, ομολογώ απερίφραστα
3. συγκατατίθεμαι, συμφωνώ
4. ευχαριστώ, ανταποδίδω ευεργεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνθομολογοῦμαι — ἀνθομολογέομαι make a mutual agreement pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνθομολογέομαι make a mutual agreement pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανθομολογούμαι — έομαι, Α συνομολογώ, συναινώ, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθομολογοῦμαι «παραδέχομαι, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”